- δεινώψ
- δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεινωποί — δεινώψ fierce eyed masc nom/voc pl δεινώψ fierce eyed masc/fem nom/voc pl δεινωπός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῶπας — δεινώψ fierce eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῶπες — δεινώψ fierce eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῶπος — δεινώψ fierce eyed masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινωπός — δεινωπός, όν (Α) δεινώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωπος* (πρβλ. αγριωπός, αντωπός, αρρενωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek